διαβούλιο

διαβούλιο
το (AM διαβούλιον)
σύσκεψη, συμβούλιο και ιδιαίτερα αυτό που συνέρχεται κρυφά και με κακό σκοπό
αρχ.-μσν.
η σκέψη
αρχ.
1. το συμβούλιο
2. πληθ. κρίσεις, αποφάνσεις, απόψεις που εκφέρονται σε σύσκεψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαβούλιο — το μυστικό συμβούλιο, μυστική σύσκεψη με σκοπούς αδιαφανείς: Μερικές φορές είναι απαραίτητα τα διαβούλια για λόγους εθνικής άμυνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβούλια — διαβουλία, η (Α) το διαβούλιο …   Dictionary of Greek

  • κονσουλτατίων — κονσουλτατίων, ονος, ὁ (Α) διαβούλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consultatio] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”